-
1 ξυλεία
[ксилиа] ουσ. Θ. строительный, строевой лес.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξυλεία
-
2 лес
-а (-у), προθτ. о лесе, в лесу, πλθ. леса α.1. δάσος•сосновый лес πευκόδασο, πευκώνας•
дубовый лес δρυμός, δρυμώνας•
смешанный лес μικτό δάσος•
густой лес πυκνό δάσος•
дремучий лес αδιάβατο (απρόσβατο) δάσος•
хвойный лес κωνοφόρο δάσος•
лиственный лес δάσος φυλλοφόρων δέντρων.
|| μτφ. πλήθος•лес мачт δάσος καταρτιών.
2. ξυλεία•строительный (строевой) лес οικοδομήσιμη ξυλεία•
корабельный лес ναυπηγήσιμη ξυλεία•
сплавлять лес μεταφέρω ξυλεία με το ρεύμα ποταμού•
барочный лес ξυλεία ξυλογραφίας (σκληρή).
εκφρ.тёмный лес для кого – έχει μεσάνυχτα (αγνοεί τελείως)•глядеть (смотреть) в лес – προτίθεμαι να εγκαταλείψω τόπο που μου αρέσει. -
3 лес
лесм1. τό δάσος, ὁ λόγγος, τό ρουμάνι:дремучий \лес τό ἀδιάβατο δάσος· хвойный \лес δάσος ἀπό κωνοφόρα δένδρα· лиственный \лес τό δάσος ἀπό φυλλοφόρα δένδρα· смешанный \лес τό μικτό δάσος·2. (материал) ἡ ξυλεία, ἡ ξυλική:строй-тельный \лес ἡ οίκοδομήσιμος ξυλεία· Корабельный \лес ἡ ναυπηγήσιμη ξυλεία· сплавлять \лес μεταφέρω ξυλεία[ν] μέ τό ρεύμα τοῦ ποταμοῦ· ◊ кто в \лес, кто по дрова погов. ὁ καθένας τό χαβἄ του. -
4 балансы
мн. (балансовая древесина) η ξυλεία για τον ξυλοπολτό, η ξυλεία της χαρτοποιίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансы
-
5 подтоварник
1. (тонкие бревна, употребляемые для подстилки под товары) τα υπόστυλα, η ξυλεία στοιβασίας, τα λεπτά ξύλα που τοποθετούνται κάτω από τα εμπορεύματα 2. (поделочный лесоматериал, употребляемый на мелкие постройки) η οικοδομική ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтоварник
-
6 смольё
(лес) η ρητινούχος ξυλεία, η ξυλεία από ρητινούχα δέντρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смольё
-
7 древесина
-
8 лес
лес м 1) το δάσος* лиственный \лес το δάσος φυλλοφόρων δέντρων 2) (материал) η ξυλεία* * *м1) το δάσοςли́ственный лес — το δάσος φυλλοφόρων δέντρων
2) ( материал) η ξυλεία -
9 нестроевой
нестроевой Iприл (о лесе) μή οίκο-δομική, μή οίκοδομήσιμη ξυλεία \нестроевой лес ἡ μή οίκοδομική ξυλείαнестроевой IIприл воен. βοηθητικός. -
10 рубить
рублю, рубишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рубленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ.1. κόβω, τέμνω•рубить ветви κόβω κλαδιά•
рубить мясо κόβω κρέας•
рубить дрова κόβω καυσόξυλα•
рубить голову αποκεφαλίζω•
рубить лес υλοτομώ.
2. μτφ. μιλώ απερίφραστα, ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα.3. φτιάχνω (με κομμένη ξυλεία)•рубить избу φτιάχνω ίζμπα.
1. κόβομαι.2. μιλώ απερίφραστα.3. οικοδομούμαι με ξυλεία.4. λογχομαχώ, διασπαθίζομαι, χτυπιέμαι με κοφτερά όργανα. -
11 ванчес
η ημικατεργασμένη ξυλεία για ξυλεπένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ванчес
-
12 дерево
1. (растение) το δένδρο/δέντρο-, предназначенное к рубке - προς κοπήνжелезное - см. бакаутлиственное{}листопадное{} - φυλλοφόρο -низкорослое - θαμνώδους μορφής, νανώδες -оливковое - το ελαιόδεντρο, η ελιάсандаловое{}санталовое{} - см. сандалтутовое - см. шелковица2. (древесина) το ξύλο, η ξυλείαкрасильное - βαφής (χρησιμοποιούμενο λόγω των ιδιοτήτων του ως ύλη χρωματισμού)3. анат. (бронхиальное) το βρογχικό δένδρο 4. (родословное) το γενεαλογικό δένδρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерево
-
13 древесина
η ξυλείαпропитывать - у διαποτίζω/εμποτίζω την -балансовая - см. балансыделовая - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -- για ξύλα-камернойсушки - από ξήρανση σε φούρνο/κλίβανο«άψητη»-товарная - εμπορεύσιμη -, βιομηχανική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > древесина
-
14 залом
(беспорядочное скопление на реке лесоматериалов) η έμφραξη του ποταμού από (πλωτή) ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залом
-
15 кондовый
(лес) η σκληρή ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондовый
-
16 кругляк
лес. η στρογγυλή ξυλεία, ο κορμός/οι κορμοί δέντρου/δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кругляк
-
17 кряж
1. (горный) η λοφοσειρά 2. лес. о κορμός, η χονδρή/χοντρή ξυλεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кряж
-
18 лесоматериал
η ξυλείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лесоматериал
-
19 моль
I.(единица количествав вещества в системе СИ) το γραμμομόριο.II. 1. зоол. о σκόρος 2. лес. η ξυλεία (μεταφερόμενη με ρεύμα του ποταμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моль
-
20 низкоствольник
η ξυλεία/τα δέντρα με κοντούς κορμούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > низкоствольник
См. также в других словарях:
ξυλεία — ξυλείᾱ , ξυλεία felling and carrying of wood fem nom/voc/acc dual ξυλείᾱ , ξυλεία felling and carrying of wood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείᾳ — ξυλείᾱͅ , ξυλεία felling and carrying of wood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλεία — η το προϊόν της υλοτομίας των δασών: Ξυλεία οικοδομήσιμη. – Ξυλεία ναυπηγήσιμη. – Ξυλεία καύσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλεία — η (Α ξυλεία) [ξυλεύω] το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.) αρχ. 1. η … Dictionary of Greek
ξυλείας — ξυλείᾱς , ξυλεία felling and carrying of wood fem acc pl ξυλείᾱς , ξυλεία felling and carrying of wood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείαν — ξυλείᾱν , ξυλεία felling and carrying of wood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλείαις — ξυλεία felling and carrying of wood fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής Παλαιότερες ονομασίες: Oυμπανγκί Σαρί (έως το 1960) / Κεντροαφρικανική Αυτοκρατορία (1976 79) Έκταση: 622.984 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.986.400 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μπανγκί (669.800 κάτ. το… … Dictionary of Greek